βασταγούρι
Смотреть что такое "βασταγούρι" в других словарях:
βασταγούρι — το 1. το γαϊδούρι 2. ο κηλεπίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βασταγός, με επίδραση και του συνωνύμου γαϊδούρι] … Dictionary of Greek
βασταγούρι — το 1. το γαϊδούρι 2. ο κηλεπίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βασταγός, με επίδραση και του συνωνύμου γαϊδούρι] … Dictionary of Greek